- εικονόμετρο
- τοόργανο που καθορίζει την εστιακή απόσταση για φωτογράφηση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εικόνα — (Μαθημ.). Αν A,B δύο σύνολα, F μία απεικόνιση από το Α στο Β, δηλαδή ένα μη κενό υποσύνολο του καρτεσιανού γινομένου A x Β (Fc = A x Β) και (χ,ψ) F, τότε το ψ ονομάζεται μια ε. του χ κατά την απεικόνιση ψ. γεωμετρική ε. συνάρτησης. Αν f είναι… … Dictionary of Greek